- κρωγμός
- ο карканье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κρωγμός — croaking masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρωγμός — ο (AM κρωγμός) [κρώζω] η κραυγή πτηνού, συνήθως τού κόρακα ή τής κουρούνας (α. «μόνον κρωγμός κόρακος ηκούσθη κάπου», Παπαδ. β. «τοῑς κρωγμοῑς τῶν τραχὺ βοώντων ὀρνίθων», Ιουλ.) … Dictionary of Greek
κρωγμός — ο το κράξιμο του κόρακα, της κουρούνας κ.ά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρωγμοῖς — κρωγμός croaking masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρωγμόν — κρωγμός croaking masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαγγή — η (AM κλαγγή, Α δοτ. και κλαγγί) 1. οποιοσδήποτε οξύς και διαπεραστικός ήχος, κυρίως κραυγή ζώου ή κρωγμός πτηνού (α. «ὡσεὶ πτανοῖς κλαγγὰν ὄρνισιν», Ευρ. β. «Τυδεὺς δὲ μαργῶν καὶ μάχης λελιμμένος μεσημβριναῑς κλαγγαῑσιν ὡς δράκων βοᾷ», Αισχύλ.)… … Dictionary of Greek
κράξιμο — το (Μ κράξιμον) νεοελλ. 1. κραυγή, ιδίως ο κρωγμός κόρακα, πετεινού κ.λπ. 2. κάλεσμα ζώου, ιδίως όρνιθας 3. η απομίμηση τής φωνής διαφόρων θηραμάτων με τεχνητά μέσα ή όργανα από τους κυνηγούς 4. σκωπτικά επαναλαμβανόμενο επιφώνημα 5. γελοιοποίηση … Dictionary of Greek
κρα — (I) (AM κρά) ο κρωγμός τού κόρακα («από κόρακα κρα θ ακούσεις»). [ΕΤΥΜΟΛ. Προϊόν ηχομιμήσεως]. (II) κρᾱ (Α) συγκεκομμένος παιγνιώδης τύπος αντί κράνος … Dictionary of Greek
κραξιά — η 1. κραυγή, ιδίως κρωγμός κόρακα, πετεινού κ.λπ. 2. κάλεσμα ζώου, ιδίως ορνίθων ή άλλων κατοικίδιων ζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κραξ τού κράζω (πρβλ. αόρ. ἔ κραξ α) + κατάλ. ιά (πρβλ. αλλαξ ιά, ρουφηξ ιά)] … Dictionary of Greek
κραυγή — η (AM κραυγή) 1. έναρθρη ή, συνηθέστερα, άναρθρη δυνατή φωνή (α. «μόλις άκουσε τις κραυγές της, έτρεξε να δει τι συμβαίνει» β. «καὶ τῶν οἰκετῶν ἅμα ἀπὸ τῶν οἰκιῶν κραυγῆ τε καὶ ὀλολυγῆ χρωμένων», Θουκ. γ. «ζητεῑν τοὺς τοιούτους ἀνθρώπους… … Dictionary of Greek
κραυγμός — κραυγμός, ὁ (Μ) κραυγή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κραυγ (πρβλ. κραυγή, κραυγάζω) + κατάλ. μός (πρβλ. κρωγμός, στεναγ μός)] … Dictionary of Greek